- ἱροπόλος
- ἱροπόλος, ὁ, ἡ,A priest or priestess, IG3.736, 5(2).461 (Megalop.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιροπόλος — ἱροπόλος, ό, ἡ (Α) επιγρ. ιερέας ή ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο * + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω»), πρβλ. αι πόλος, θεο πόλος] … Dictionary of Greek
ἱροπόλος — priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱροπόλον — ἱροπόλος priest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)